Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσφέρω τίς

  • 1 προσφέρω

    (αόρ. προσέφερα, παθ. αόρ. προσεφέρθην и προσηνέχθην) μετ.
    1) предлагать (угощение), угощать; μας προσέφεραν λεμονάδα нас угостили лимонадом; 2) (пре)подносить, дарить;

    προσφέρω λουλούδια — преподносить цветы;

    3) жертвовать (какую-л. сумму);
    προσέφερε δέκα χιλιάδες δραχμές он пожертвовал 10 тысяч драхм; 4) предлагать (товар); 5) быть полезным, приносить пользу (кому-чему-либо);

    § προσφέρω τίς υπηρεσίες μου — а) предлагать свои услуги; — б) служить, работать;

    1) — предлагать свои услуги, вызываться, выражать готовность (сделать что-л.);

    προσφέρομαι να μεσολαβήσω — предлагать своё посредничество;

    προσεφέρθη να βοηθήσει он выразил готовность помочь;
    2) быть подходящим, подходить (для чего-л.); τό έδαφος δεν -'εται εις την αμπελουργίαν почва не подходит для разведения винограда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσφέρω

  • 2 υπηρεσία

    η
    1) служба, исполнение служебных обязанностей;

    στρατιωτική (κρατική) υπηρεσία — военная (государственная) служба;

    στίς ώρες της υπηρεσίας — в служебное время;

    μπαίνω στην υπηρεσία — поступать на службу;

    αναλαμβάνω υπηρεσία — приступать к исполнению служебных обязанностей;

    καλώ εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν — призывать на военную службу;

    δυανύω ενεργόν υπηρεσίαν — находиться на действительной службе;

    απολύομαι τής υπηρεσίας — быть уволенным со службы;

    εκτελώ υπηρεσία — нести службу;

    επαθε εν υπηρεσία — он пострадал при исполнении служебных обязанностей;

    2) дежурство; наряд, вахта;

    έχω υπηρεσίαν — или είμαι της υπηρεσίας — дежурить, быть дежурным;

    παραλαμβάνω (παραδίδω) υπηρεσίαν — принимать (сдавать) дежурство;

    3) стаж (работы);

    έχω τριάντα χρόνια υπηρεσία — иметь тридцатилетний стаж работы;

    συνεπλήρωσα τα έτη της υπηρεσίας — я заработал себе пенсию;

    4) услуга;

    προσφέρω υπηρεσία — оказать услугу;

    προσφέρω τίς υπηρεσίαες μου — предлагать свои услуги;

    5) обслуживающий персонал; прислуга (собир.);
    6) ведомство; служба; учреждение;

    δημόσια υπηρεσία — государственное учреждение;

    στρατιωτική (πολιτική) υπηρεσία — военное (гражданское) ведомство;

    διπλωματική υπηρεσία — дипломатическая служба, дипслужба;

    οικονομική υπηρεσία — финансовое ведомство; — финансовый орган;

    ταχυδρομική υπηρεσία — почтовая служба, почтовое ведомство;

    υγειονομική (τελωνιακή, μυστική) υπηρεσίαυπηρεσία — санитарная (таможенная, секретная) служба;

    πυροσβεστική υπηρεσία — пожарная охрана;

    μετεωρολογική υπηρεσίαслужба (или бюро) погоды

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υπηρεσία

См. также в других словарях:

  • προσφέρω — ΝΜΑ, και προσφέρνω Ν, και δωρ. τ. ποτιφέρω Α [φέρω] 1. δίνω κάτι ευγενικά ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω (α. «η εταιρεία τού προσέφερε για τις υπηρεσίες του ένα ταξίδι» β. «καὶ δῶρα... χρυσοῡ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο», Θουκ.) 2. (σχετικά με έδεσμα ή… …   Dictionary of Greek

  • προσφέρω — και προσφέρνω πρόσφερα, προσφέρθηκα 1. δίνω κάτι ως δώρο, δωρίζω, χαρίζω: Στο σταθμό μάς πρόσφεραν λουλούδια. 2. προτείνω, βγάζω κάτι για πούλημα: Προσφέρονται είδη ρουχισμού σε χαμηλές τιμές. 3. το μέσ., προσφέρομαι είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιατροπορεύω — προσφέρω τις πρώτες βοήθειες σε κάποιον ώσπου να ρθεί ο γιατρός …   Dictionary of Greek

  • εξυπηρετώ — (AM ἐξυπηρετῶ, έω) προσφέρω πρόθυμα και αποτελεσματικά τις υπηρεσίες μου, βοηθώ («εἴ τι χρή, πάτερ, πράσσειν, κλύοντες ἐξυπηρετήσομεν», Σοφ.) μσν. στέκομαι δίπλα, είμαι έτοιμος να προσφέρω τις υπηρεσίες μου …   Dictionary of Greek

  • μισθωτεύω — (Α) [μισθωτός] προσφέρω τις υπηρεσίες μου έναντι μισθού, μισθοφορώ* …   Dictionary of Greek

  • δουλεύω — δούλεψα, δουλεύτηκα, δουλεμένος 1. εργάζομαι: Δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο. 2. λειτουργώ: Το ψυγείο δε δουλεύει. 3. προσφέρω τις υπηρεσίες μου: Στην Κατοχή δούλευε για τους Γερμανούς. 4. κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι κάτι: Δουλεύει το μάρμαρο και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θητεύω — θήτεψα 1. προσφέρω τις υπηρεσίες μου έναντι αμοιβής. 2. ασχολούμαι με κάτι για αρκετό διάστημα (ειρωνικά): Θήτεψε στο λαθρεμπόριο, στην απάτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»